ἀνακόλλημα

ἀνακόλλημα
ἀνακόλλημα
adhesive plaster
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανακόλλημα — το (Α ἀνακόλλημα) [ἀνακολλῶ] αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι …   Dictionary of Greek

  • ἀνακολλημάτων — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήμασι — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήμασιν — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματα — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματι — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολλήματος — ἀνακόλλημα adhesive plaster neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • ανακόλλι — το [ανακολλώ] 1. αυτό, με το οποίο γίνεται η ανακόλληση* 2. ανακόλλημα, έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”